εντοιχίζω

εντοιχίζω
μετ.
1) замуровывать; 2) прикреплять к стене

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εντοιχίζω" в других словарях:

  • εντοιχίζω — εντοιχίζω, εντοίχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εντοιχίζω — 1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα») 2. εγκλείω μέσα σε τοίχο 3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο …   Dictionary of Greek

  • εντοιχίζω — εντοίχισα, εντοιχίστηκα, εντοιχισμένος, μτβ. 1. προσαρμόζω κάτι στον τοίχο, το στερεώνω στην κατακόρυφη εξωτερική επιφάνειά του. 2. κλείνω κάτι μέσα σε τοίχο. 3. κλείνω κάτι σε χώρο του οποίου φράζω τις εξόδους με τοίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντειχίζω — εντείχισα, εντειχίστηκα, εντειχισμένος, μτβ., προσαρμόζω κάτι μέσα σε τείχος ή σε τοίχο, εντοιχίζω: Στο σπίτι του ποιητή υπάρχει εντειχισμένη αναμνηστική πλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»